- εαυτού
- -ής, -oύ (AM ἑαυτοῡ, -ῆς, -οῡΑ και αὑτοῡ, -ῆς, -οῡ)αυτοπαθής αντωνυμία γ' προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» — έπεφταν στο νερόβ. «αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό» — μόνο του, άσχετα από άλλαγ. «αὐτὸ καθ' ἑαυτό» — αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά)αρχ.1. χρησιμοποιείται αντί του α' προσώπου («αὐτὸς καθ' αὑτοῡ τἄρα μηχανορραφῶ» — εις βάρος τού εαυτού μου)2. αντί τού β' προσώπου («μόρον τὸν αὐτῆς οἶσθα» — ήξερες τη μοίρα σου)3. αντί της αλληλοπαθούς αντωνυμίας («καθ' αὑτοῑν / δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» — αφού σήκωσαν τις λόγχες ο ένας εναντίον τού άλλου).[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αττικής και ιωνικής διαλέκτου ερμηνεύονται ως προϊόντα κράσεως με συναίρεση (πρβλ. έο αυτού > ιων. εωυτού, αττ. εαυτού - εοί αυτῴ > ιων. εωυτῴ, αττ. εαυτῴ) στην οποία άλλωστε οφείλεται και η μακρότητα τού -ᾱ- τών τ. τής αττικής διαλέκτου. Στον Όμηρο εύχρηστοι είναι οι ασυναίρετοι τ. (πρβλ. ε αυτόν, έο αυτού, οι αυτῴ, έμ' αυτόν, εμοί αυτῴ) και η λ. που απαντά στην τραγωδία αυτού < εαυτού με συναίρεση. Οι τ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς κ.λπ. τού πληθ. αριθμού, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τον ενικό, χρησιμοποιούνται παράλληλα με τους ορθότερους τ. σφων αυτών, σφίσιν αυτοίς].
Dictionary of Greek. 2013.